Πέρα στο μαύρο δάσος
κάτω στη ρεματιά
ένα καμπόβοδο βοσκάει
πλάι σε δυο γατιά
Τρώει το πράσινο χορτάρι
λαίμαργα και βιαστικά
όμως να σου ξαφνικά
ξεπροβάλει ένα μανάρι
Μένει άγαλμα το ζώο
με το στόμα ανοιχτό
βλέποντας ξάφνου το μανάρι
να παίζει το κυνηγητό
Παίρνει και κείνο αμέσως μέρος
και το καμπόβοδο έχει ψυχή
τι κι αν δεν έχει πια φωνή
τι κι αν είναι τώρα γέρος
Σε ξανανιώνει ένα μανάρι
όμως αλίνονο για λίγο
εξαντλημένο απ΄το κυνήγι
το καμπόβοδο πέφτει καταγής
Έφυγε πέρα το μανάρι
τα δυο γατιά κι αυτά επίσης
κι έμεινε μόνο το χορτάρι
όσο απέμεινε στη γής